φωτόφοβος

φωτόφοβος
-η, -ο
1. αυτός που φοβάται το φως, που δεν το ανέχεται εξαιτίας κάποιας πάθησης (π.χ. μηνιγγίτιδας).
2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτόφοβα τάξη αρθρόποδων της οικογένειας των αραχνοειδών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτόφοβος — η, ο, Ν 1. αυτός που για παθολογικούς λόγους δεν ανέχεται το φως 2. φρ. «φωτόφοβος οργανισμός» βιολ. οργανισμός που δεν ανέχεται ή αποφεύγει τον άπλετο φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φοβος (< φόβος), πρβλ. υδρό φοβος. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοφοβία — η, Ν ιατρ. τάση για προστασία τών ματιών από το φως, που εκδηλώνεται σε ορισμένα άτομα λόγω τής επώδυνης εντύπωσης που προκαλεί η επίδραση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophobia (< φωτόφοβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”