- φωτόφοβος
- -η, -ο1. αυτός που φοβάται το φως, που δεν το ανέχεται εξαιτίας κάποιας πάθησης (π.χ. μηνιγγίτιδας).2. (ζωολ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., φωτόφοβα τάξη αρθρόποδων της οικογένειας των αραχνοειδών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.